- πεμφίς
- πεμφίς, ίδος or ῖδος, ἡ, = foreg. 5, Lyc.686 (A v.l. πεμφίγων).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεμφίς — ίδος, ή, ῑδος, ἡ, Α η πέμφιγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέμφιξ, κατά τα θηλυκά σε ίς, ίδος, εφόσον δεν πρόκειται για εσφαλμένη γρφ.] … Dictionary of Greek
πεμφίδες — πεμφίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεμφίδων — πεμφίς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)